- ισοθέως
- ἰσοθέως (Α)επίρρ. βλ. ισόθεος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοθέως — ἰσόθεος equal to the gods adverbial ἰσόθεος equal to the gods masc/fem acc pl (doric) ἰ̱σοθέως , ἰσοθεόω make equal to the gods imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσοθεόω make equal to the gods imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόθεος — η, ο (ΑΜ ἰσόθεος, ον) ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές») αρχ. 1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.) 2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό … Dictionary of Greek